Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Ναι, θα έφευγα.

Μου το έστειλε ο φίλος Ε.Μ. και τον ευχαριστώ.


Ναι, θα έφευγα.


Όχι επειδή υπάρχει κρίση. Όχι επειδή οι δουλειές είναι δύσκολες. Όχι επειδή με ζορίζει το δάνειο. Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα που οι συμπατριώτες μου μάλλον δεν αγαπούν τελικά, μιας και αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει. Δεν μιλώ για τους φοροφυγάδες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τα πάσης φύσεως λαμόγια. Μιλώ για μια πολύ μεγαλύτερη, φοβάμαι, μάζα. Που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την πάρτη της, τον παρά της, τον κύκλο της, το σπίτι της, αδιαφορώντας παντελώς για ό,τι κοινό. Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα - ούτε καν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς - και δεν έχει και κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο - συνήθως αυτός λέγεται κράτος όταν δεν λέγεται μαλάκας - να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του: απ' το να του βρει δουλειά μέχρι να του καθαρίσει τα σκαλιά όταν χιονίσει. Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος. Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ κι ευχαριστώ. Πετάει το σκουπίδι του στον δρόμο. Καπνίζει στο εστιατόριο γιατί έτσι γουστάρει. Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά στα τυριά κι αν του το υπενθυμίσει κανείς ενοχλείται μεγαλοφώνως. Βγάζει τον σκύλο βόλτα - αν τον βγάλει - και δεν διανοείται να μαζέψει τα κουραδάκια του. Το μπαλκόνι του είναι η αποθήκη του και στα παλιά του τα παπούτσια αν εσύ πίνεις καφέ με θέα τη σκεβρωμένη σιδερένια ντουλάπα και δυο σφουγγαρίστρες. Κτίζει τριώροφο και σε κάθε βεράντα βάζει άλλα κάγκελα - λες και τα πήρε ρετάλια από καλάθι. Ακούει πως κάτι καλό έγινε κι αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκο στη φάβα. Δεν τον θέλω πια στην καθημερινότητά μου. Έχει καταστρέψει την πατρίδα μου. Είναι μίζερος και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του. Ναι, λοιπόν. Αν ήμουν δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ, τριανταοκτώ, θα ήμουν κολλημένη σ' ενα PC και θα έψαχνα τα job opportunities ανά τον κόσμο. Θα έφευγα όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά, αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας - που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου- της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού. Τη χαρά του να κυκλοφορώ ελεύθερα στο δρόμο, να παίρνω το λεωφορείο όποτε θέλω και να μου λέει καλημέρα η ταμίας στο σουπερμάρκετ. Κι ας ήταν γκρίζος ο ουρανός κι ας μην είχε θάλασσα. Το τίμημα που πληρώνουμε γι' αυτόν τον γαλανό ουρανό είναι τεράστιο. Δεν είμαι ούτε δεκαοκτώ, ούτε εικοσιοκτώ, ούτε τριανταοκτώ. Αλλά κοιτάζω που και που, λάγνα, τις αγγελίες στο guardianjobs και δεν δυσκολεύομαι καθόλου να με δω να φεύγω.


Το έγραψε σε ένα blog η Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Νικητές, νικημένοι κι ωραίοι ή Γλυκειά Φυλακή (Where the Wild Roses Grow)


Διασκευή στα ελληνικά του πολύ γνωστού και προσωπικά πολύ αγαπημένου μου τραγουδιού του Αυστραλού Nick Cave Where the Wild Roses Grow, από τον Παναγιώτη Μάργαρη στην κιθάρα, τον Διονύση Τσακνή και τη Μελίνα Κανά.
Μια συμπαθητική προσπάθεια...


Στίχοι:  Διονύσης Τσακνής
Μουσική:  Nick Cave
Ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής - Μελίνα Κανά
Original lyrics:  Nick Cave  
Πρώτη εκτέλεση: Nick Cave - Kylie Minogue

Στις φλέβες μου είσαι η φλόγα
Κι ο αέρας τη σάρκα μου καίει
Στων ερώτων την άγνωστη χώρα
Νικητές, νικημένοι κι ωραίοι

Με την πρώτη ματιά, όλα ήρθαν απλά
Σαν είδα στο γέλιο σου φως
Μια σταγόνα στο χιόνι με αίμα
Σε θέλω κι ας είσαι φωτιά και λυγμός

Στο μισό της στιγμής, στο νερό της βροχής
Στο βάθος εκεί, η σιωπή μου μιλάει
Ανθός και αγκάθι φθηνής εποχής
Μ' αντέχω θα δεις στον καιρό που κυλάει

Στις φλέβες μου είσαι η φλόγα
Κι ο αέρας τη σάρκα μου καίει
Στων ερώτων την άγνωστη χώρα
Νικητές, νικημένοι κι ωραίοι

Πώς να διώξω τη λύπη μακριά σου
Της ανάσας μου να σου δώσω την πνοή
Σε τέτοιο καιρό, καραβάκι μικρό
Πώς να σωθείς στων πολλών τη βουή

Εγώ ζω σα σκιά, μη με ψάχνεις εδώ
Ποτάμι θολό που περνάει μπροστά σου
Μην κάνεις το λάθος και μπεις στο νερό
Τη θλίψη για πάντα θα έχεις κοντά σου

Στις φλέβες μου είσαι η φλόγα
Κι ο αέρας τη σάρκα μου καίει
Στων ερώτων την άγνωστη χώρα
Νικητές, νικημένοι κι ωραίοι

Στα μαύρα φτερά της ψυχής μου
Ήρθες και πάλι εδώ να κρυφτείς
Μα ο έρωτας είναι γλυκιά φυλακή
Που δεν την αντέχει στο τέλος κανείς

Μα όσο κι αν θέλεις να μείνεις εδώ
Θα σε πάρω μαζί με οδηγό μου το πάθος
Σ' αυτό το ποτάμι και στον άγριο βυθό
Κι ας το ξέρω πως ήτανε όλα ένα λάθος

Στις φλέβες μου είσαι η φλόγα
Κι ο αέρας τη σάρκα μου καίει
Στων ερώτων την άγνωστη χώρα
Νικητές, νικημένοι κι ωραίοι

Να όμως και το εξαιρετικό πρωτότυπό με τον Nick Cave και την Kylie MInogue και με τους πρωτότυπους -και πιο "σκληρούς"- στίχους.


CHORUS: 
They call me The Wild Rose 
But my name was Elisa Day 
Why they call me it I do not know 
For my name was Elisa Day 

From the first day I saw her I knew she was the one 
As she stared in my eyes and smiled 
For her lips were the colour of the roses 
They grew down the river, all bloody and wild 

When he knocked on my door and entered the room 
My trembling subsided in his sure embrace 
He would be my first man, and with a careful hand 
He wiped the tears that ran down my face 

CHORUS 

On the second day I brought her a flower 
She was more beautiful than any woman I'd seen 
I said, 'Do you know where the wild roses grow 
So sweet and scarlet and free?' 

On the second day he came with a single rose 
Said: 'Will you give me your loss and your sorrow?' 
I nodded my head, as I layed on the bed 
He said, 'If I show you the roses will you follow?' 

CHORUS 

On the third day he took me to the river 
He showed me the roses and we kissed 
And the last thing I heard was a muttered word 
As he stood smiling above me with a rock in his fist 

On the last day I took her where the wild roses grow 
And she lay on the bank, the wind light as a thief 
As I kissed her goodbye, I said, 'All beauty must die' 
And lent down and planted a rose between her teeth