Ήταν σίγουρος ότι ήταν εκείνη, η Λυδία. Αν και την έβλεπε από πίσω, η κορμοστασιά, το περπάτημα, η κίνηση του κεφαλιού και το χρώμα των μαλλιών δεν άφηναν καμιάν αμφιβολία.
Βάδιζε προς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνον και προς τη δυτική πλευρά του αχανούς αεροδρομίου. Προφανώς δεν τον είχε δει. Κρατούσε μόνο μια μικρή τσάντα, άρα μάλλον βρίσκονταν ανάμεσα από πτήσεις.
Πόσα χρόνια είχε να τη δει; Δώδεκα, δεκατρία; Η τελευταία φορά ήταν σε ένα άλλο αεροδρόμιο, σε μιαν άλλη ήπειρο…Ακόμη θυμάται τα ειπωμένα τότε πικρά λόγια. Το αβάσταχτο βάρος εκείνου του αποχωρισμού τον στοίχειωνε για χρόνια…
Σκέφτηκε να προχωρήσει προς το μέρος της, είχε χρόνο μέχρι την αναχώρηση της δικής του πτήσης. Είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα διστακτικά βήματα. Ένιωσε μια λαχτάρα για προσέγγιση, ξεχασμένες στιγμές αναβίωσαν μέσα στο μυαλό του, κάπως τα χρόνια που πέρασαν έμοιαζε να μην έχουν καμιά σημασία. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, δεν ήταν;
Το κινητό του χτύπησε και στην οθόνη εμφανίστηκε η εικόνα της γυναίκας του, ενώ στην απέναντι γιγαντοαφίσα η χαμογελαστή καλλονή, που διαφήμιζε μια καινούργια σειρά υπολογιστών τον παρότρυνε να αφήσει πίσω του το παρελθόν. Τότε ξαφνικά πρόσεξε ότι η γυναίκα που ακολουθούσε φορούσε κόκκινα παπούτσια.
Ένα περίεργο αίσθημα που κάποιος ψυχολόγος μπορεί να το ονόμαζε βαθιά ανακουφιστική θλίψη τον κατέλαβε. Τα κόκκινα παπούτσια απέκτησαν υπερφυσικές διαστάσεις στη συνείδησή του. Προσπαθώντας να θυμηθεί , αλλά κυρίως να πείσει τον εαυτό του, ότι δεν είχε δει ποτέ τη Λυδία με κόκκινα παπούτσια στα τρία χρόνια της σχέσης τους, πάτησε το κουμπί απάντησης του κινητού του μετά το τέταρτο κουδούνισμα και άφησε τα κόκκινα παπούτσια και τη γυναίκα που τα φορούσε να απομακρυνθούν…