Εδώ, εις το Νοσοκομείον Αλεξανδρείας, κάθομαι και δεν περιμένω κάτι σπουδαίον να συμβεί. Οι γιατροί είναι αισιόδοξοι δια την υγείαν μου –έτσι δείχνουν- και διαρκώς με λέγουν να μην απελπίζομαι. Σκέπτομαι πόσον έχουν αλλάξει τα πράγματα δι’ εμέ τώρα που είμαι γέρος και άρρωστος. Την μορφήν μου δεν θέλω να την βλέπω πια εις τον καθρέπτη και το σώμα μου νοιώθω που είναι άσχημο και βαρύ. Η αρρώστια, άραγε, ήρθε τώρα και με τιμωρεί, διότι ελάτρεψα τη ζωή κ’ εγεύτηκα τες κρυφές χαρές της; “Να πιστεύετε εις τον θεό” με λέγει κάθε πρωί η νοσοκόμα. Και περνά από το νου μου η ιδέα που δεν ήμουν πάντα αληθινός και δεν είχα είχα την πίστη των πολλών ανθρώπων, αλλά μιαν άλλην εδικήν μου που με πήαινε εις τα ξενύχτια και τες διασκεδάσεις.
Εδώ, σ’ αυτήν την κατάντια, έρχονται συχνά και με βρίσκουν κομμάτια από την ποίησίν μου κ’ εντρέπομαι να τα αντικρίσω. Μα είναι δικά μου παιδιά αγαπημένα και “Τα κεριά”, και “Η ψυχές των γερόντων”, και το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” που οι λέξεις των πετούν τες νύχτες στην κάμαρά μου και ακούω τη σιγανή φωνή των.
Δε θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν
……………………………………………………………….
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές
………………………………………………………………..
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Τ’ ακούω και σκέπτομαι που η ταραχή κάνει κακό στην ασθένειά μου. Γίνομαι πολύ pessimist και τα βράδια απελπίζομαι, που δεν έχω κανέναν. Την ημέρα έρχονται και μένουν πολλαίς ώρες η Ρίκα και ο Αλέκος. Με λένε νέα οπού διάφοροι ερωτούν δια την υγείαν μου και στέλνουν τα περαστικά.
Αύριο θα φέρει ο Αλέκος τις σημειώσεις μου. Το εζήτησα, γιατί ο νους μου γυρνά χρόνια πίσω και με αρέσει που έτσι χάνομαι, μα ξεχνώ ονόματα και άλλα. Είναι ένα μπλε τετράδιο στο δεξιό συρτάρι του γραφείου, όπου είναι γραμμένες πολλές σκέψεις και impressions και άλλα πολλά. Καλύτερα να το έχω συντροφιά, θα με κάνει καλό. Γιατί γνωρίζω που έχω αλλάξει, αλλά δεν το θέλω να είμαι σκεπτικός και μελαγχολικός. Δεν θέλω να μ’ ερωτούν “Καβάφη, τι έχεις;”. Όλοι ξέρουν που υποφέρω και δεν μπορώ να το προσπεράσω και να δείξω άλλο πρόσωπο. Οι γιατροί με λένε να έχω υπομονή κ’ εγώ όλο και απελπίζομαι, αλλά πιέζω τον εαυτόν μου να φαίνομαι μόνο σοβαρός και σκεπτικός αλλά όχι φοβισμένος και δειλός. Δηλαδή, διατηρώ μια image που πρέπει σε Αλεξανδρινό των γραμμάτων.