Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η θεραπεία της ήπιας υπέρτασης


Μια καινούργια μελέτη τείνει να ανατρέψει ένα ισχυρό ιατρικό δόγμα. Μια ομάδα ανεξάρτητων γιατρών-ειδικών ανέφερε ότι η χρήση φαρμάκων για την αντιμετώπιση ήπιες περιπτώσεις υπέρτασης* δεν έχει αποδειχτεί ότι ελαττώνει τις περιπτώσεις καρδιακών ή εγκεφαλικών επεισοδίων ή τους θανάτους συνολικά.

Η μελέτη διενεργήθηκε από την Cochrαne Collaboration, η οποία χαίρει εκτίμησης, επειδή κάνει "ανεξάρτητες" αναλύσεις ιατρικών δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες επιστήμονες δεν πληρώνονται από φαρμακευτικές εταιρείες.

Επειδή πολλοί γιατροί, αλλά και επιστημονικές εταιρείες προτείνουν από δεκαετίες την αντιμετώπιση της ήπιας υπέρτασης με φάρμακα, είναι εύλογο να ρωτήσει κανείς για πιο λόγο η συγκεκριμένη μελέτη έγινε μόλις πρόσφατα. Υπάρχουν προφανώς πολλοί λόγοι, αλλά το γεγονός είναι ότι οι ερευνητές μέχρι σήμερα δεν είχαν απαντήσει στο ερώτημα: Η θεραπεία της ήπιας υπέρτασης βοηθά ή βλάπτει στους ασθενείς; Αντί γι' αυτό όλοι οι αρμόδιοι απλά υπέθεταν ότι η θεραπεία βοηθά, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι η θεραπεία για τη σοβαρή υπέρταση έχει αποδειχτεί ότι είναι ευεργετική. Στις περισσότερες μελέτες όλοι οι ασθενείς με υπέρταση, ανεξάρτητα βαθμού, αποτελούσαν μια ενιαία ομάδα. 

Οι αναλυτές της Cochrane απομόνωσαν τα δεδομένα από όλες τις προηγούμενες κλινικές μελέτες, που είχαν συμπεριλάβει ασθενείς με ήπια υπέρταση. Συνολικά ανέλυσαν τα δεδομένα περίπου 9000 ασθενών με ήπια υπέρταση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός αυτός δεν θεωρείται πάρα πολύ μεγάλος για τέτοιου είδους μετα-αναλύσεις και δεν αποκλείεται μια μεγαλύτερη μελέτη να δείξει κάποια μικρό όφελος. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρουν οι ερευνητές, το όποιο πιθανό όφελος σίγουρα θα είναι μικρό, ενώ οι πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις- όλα τα χρησιμοποιούμενα φάρμακα έχουν παρενέργειες- μάλλον το αναιρούν.
Επισημαίνω ότι με τα δεδομένα αυτά δεν αμφισβητείται το όφελος από την αντιμετώπιση της σοβαρής υπέρτασης, το οποίο έχει αποδειχτεί πέραν αμφιβολίας. 

*Να σημειωθεί ότι ο ορισμός της ήπιας υπέρτασης, σύμφωνα με τη μελέτη, αφορά συστολική πίεση από 140-159 και διαστολική από 90-99.