Τι βιβλίο κι αυτό! Όταν κυκλοφόρησε το 1991 έγινε best-seller. Δέκα χρόνια μετά έγινε μια επιτυχημένη ταινία.
Η ιστορία αφορά την περιγραφή της καθημερινότητας ενός νέου υψηλόβαθμου τραπεζικού στελέχους της Wall Street στο Μανχάτταν. Υπάρχουν εκτενείς περιγραφές και λεπτομέρειες για το ντύσιμο ανδρών και γυναικών, καθώς και για τις εδεσματολογικές τους προτιμήσεις. Περισσότερο από το τι τρώνε βέβαια έχει σημασία το που το τρώνε, και οι πιο σημαντικές συζητήσεις της παρέας είναι για το που θα κάνουν κράτηση για το φαγητό ή το ποτό τους. Αυτά όπως και το εύκολο (και όσο γίνεται πιο ανώμαλο) σεξ, τα ναρκωτικά και τα νεότερα μουσικά δρώμενα είναι ο κόσμος τους, που τον ζουν με ένα τρόπο που αποπνέει, παρ' όλη τη φαινομενική λάμψη, ανία και κατάθλιψη. Αυτά όλα (ντύσιμο, φαγητό, γυμναστική, ερωτικές σχέσεις κλπ) περιγράφονται με τόση λεπτομέρεια, που καταλήγουν να μην έχουν καμιά σημασία, αφού και οι ιδιότητες των προσώπων συνεχώς συγχέονται. Ολα παίζουν και όλα μπερδεύονται. Πασχίζω να ξεχωρίσω και στο τέλος με περνούν για άλλον, είναι σαν να λέει ο πρωταγωνιστής!
Αλλά υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας ψυχοπαθής κατά συρροήν δολοφόνος. Που όσο προχωράει το έργο γίνεται και πιο αδίστακτος. Διαμελίζει τα θύματά του, κυρίως νέες γυναίκες που έχει προηγούμενα κάνει σεξ μαζί τους, αλλά και έναν συνάδελφό του, και οι περιγραφές είναι ανατριχιαστικές και θάλεγα αηδιαστικές! Με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να σκοτώνει και δημοσίως, πχ τους άστεγους των δρόμων ή ταξιτζήδες, αλλά παραμένει ασύλληπτος μέσα στην αδιαφορία της κοινωνίας. Αρχίζει μάλιστα να ομολογεί στην παρέα του αυτά που κάνει, αλλά τον θεωρούν απλά διασκεδαστικό. Φτάνει σε σημείο να στείλει ένα μήνυμα στον δικηγόρο του με πλήρη ομολογία και όταν εκείνος τον συναντά τον συγχαίρει για το επιτυχημένο αστείο!
Ο συγγραφέας βέβαια φροντίζει να μας δώσει και αρκετά στοιχεία για μια πιθανή "ψευδομανία" του πρωταγωνιστή, αφήνοντας αμφιβολίες για την πραγματικότητα των δολοφονικών του ενασχολήσεων. Όλα είναι πιθανά και όλα είναι το ίδιο μονότονα και βαρετά μέσα στη συνεχή τους εναλλαγή!
Δεν υπάρχει λοιπόν διέξοδος για τον νεαρό μας μανιακό. Η ιστορία τελειώνει, όπως άρχισε, και όπως κυλά στο μεγαλύτερο μέρος της, μέσα σε ένα από τα πολύ ΙΝ μπαρ της Νέας Υόρκης. Οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου είναι: ...και πάνω από μια από τις πόρτες, που είναι καλυμμένες με βελούδινη επένδυση στου Harry's υπάρχει μια επιγραφή με γράμματα που το χρώμα τους είναι ταιριαστό με εκείνα του βελούδου και που λένε: ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΞΟΔΟΣ.
Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε το βιβλίο. Είναι γεγονός ότι όταν γράφτηκε έφερε κάτι καινούργιο και έκανε κάποιους να σκεφτούν το που οδηγεί ο τρόπος ζωής μιας μεγάλης κατηγορίας νέων ανθρώπων στην Αμερική. Είχε αρκετά στοιχεία πρωτοτυπίας, όπως πχ την παρεμβολή ολόκληρων κεφαλαίων με σχολαστική και σοβαρή κριτική σημαντικών μουσικών συγκροτημάτων της δεκαετίας του 80, που φαντάζουν βέβαια κάπως παράταιρα, ανάμεσα στους φόνους και τις ανούσιες συζητήσεις των πρωταγωνιστών. Επίσης δεν ξέρω αν υπάρχουν κάποιοι που "τη βρίσκουν" με τις εξεζητημένες περιγραφές των ρούχων που φορούν οι πρωταγωνιστές ή των φαγητών που τρώνε και που είναι βέβαια διαφορετικά κάθε φορά. Όσο για τις περιγραφές των φόνων, είπα ήδη τη γνώμη μου.
Ο ίδος συγγραφέας έχει γράψει και ένα άλλο έργο που έχω διαβάσει το Glamorama (1998) με εξαιρετικά παρόμοια θεματολογία.