Του Κώστα Λογαρά, από το Protagon.gr
Ούτε το συνεχές σφυροκόπημα της εξουσίας ούτε η οξύτητα του αντιπολιτευόμενου λόγου αποτελεί κριτήριο «εμμονής» του αρθρογράφου. Αν θες να του καταλογίσεις εμπάθεια πρέπει να παίρνεις υπόψη σου τη στάση του απέναντι στις εκάστοτε εξουσίες, δεξιές κι αριστερές, και ποιες αποστάσεις έχει πάρει απ’ αυτές. Συνειδητά και εκ πεποιθήσεως. Με πόση απέχθεια έχει αρνηθεί το δέλεαρ (κόκαλο ή φιλέτο) που κατά καιρούς τού προσφέρθηκε.
Το ίδιο κριτήριο άλλωστε διαφοροποιεί, απ’ τη μια, τον ευφυή σαρκασμό του Αρκά, τον πολιτικό σχολιασμό του Πετρουλάκη ή τον αφηγηματικό χλευασμό του Χαντζόπουλου, κι απ’ την άλλη την προπαγάνδα του εμμονικού Λαζόπουλου. (Γι’ αυτό εξάλλου του γύρισαν την πλάτη ακόμα κι εκείνοι που τον χειροκροτούσαν μ’ ενθουσιασμό) .
Η οξύτητα τού αρθρογράφου –πεισματική και ελεγκτική– είναι εξίσου έντονη αν στη θέση μιας κυβέρνησης που κάνει καραγκιοζιλίκια βρισκόταν η οποιαδήποτε άλλη που θα έκανε τα ίδια με αυτήν. Γιατί ο στόχος του είναι ο σεβασμός στους θεσμούς, όχι η αλλήθωρη κομματική ματιά. Αν αφουγκράζεται τον κίνδυνο ή κρίνει ότι η τύχη της χώρας παίζεται στις ζαριές του Βαρουφάκη, πολύ καλά κάνει να επισημαίνει καθημερινά τους φόβους του (επιχειρηματολογώντας ή σαρκάζοντας και διακωμωδώντας) πολύ προτού φθάσει το κακό.
Μόνο το κοντινό μέλλον θα δείξει αν είχε δίκιο ή όχι. Αν η επιμονή στην επισήμανση ήταν δικαιολογημένη ή απλώς εμμονική. Η πραγματικότητα θα δικαιώσει την ευθυκρισία του (περίπτωση Αρκά, Πετρουλάκη) ή θα τον χαντακώσει ως εμπαθή και παρωπιδικό (όπως έγινε με τον Λαζόπουλο).
Συνήθως, η ερμηνευτική και υπεύθυνη αρθρογραφία απευθύνεται σε ένα κοινό απληροφόρητο, αυτούς κυρίως έχει στο μυαλό του ο αρθρογράφος. Ούτε στο μανιαούρι του κόμματος μιλάει, που αρνείται να δει και να ακούσει, ούτε στις παλάντζες που σπεύδουν να συμπαραταχθούν στην εκάστοτε εξουσία ή, σιωπώντας, προσδοκούν να ανταμειφθούν – και δεν είναι μόνο κάποια «ανθρωπάκια» ανάμεσά τους αλλά και άνθρωποι με πνευματικό υπόβαθρο. (Οι περισσότεροι από μας θυμούνται τη στάση που κράτησαν στον καιρό της χούντας κάποιοι ακαδημαϊκοί και θρησκευτικοί ταγοί).
Οχι, ο λόγος του αρθρογράφου απευθύνεται, νομίζω, με αγωνία στους απληροφόρητους σάμπως από δάσκαλο καλό. Σε εκείνους που μπορούν να γίνουν άθυρμα μιας εξουσίας ολοκληρωτικής. Παίγνια του λαϊκισμού, δεξιού κι αριστερού. Που μπορούν να εξαπατηθούν, να χειραγωγηθούν από ψεύτες και αγύρτες.
Η πένα του αποδεικνύει με λογικά επιχειρήματα: «αυτό είναι ψέμα, για κείνο και για κείνο το λόγο», «και το άλλο είναι εξαπάτηση, γι’ αυτό και γι’ αυτό». Γράφει βέβαια με μια σχετική χρονοκαθυστέρηση, αλλά με νηφάλια σκέψη και ψαγμένα. Ανεπηρέαστος από τον «αγκούσα» της άμεσης επικαιρότητας. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να θεραπεύσει τα εθνικά κουσούρια μας: την επιπόλαια κρίση και τον ολέθριο παρορμητισμό.
Εχω στο μυαλό μου κάποιους αρθρογράφους που η παρρησία τους, τα τελευταία δύσκολα χρόνια, ήταν για μένα (και εξακολουθεί να είναι) βάλσαμο. Στήριξαν την κοινή λογική που κάποιοι προσπαθούσαν (και προσπαθούν ακόμα, ατελέσφορα πλέον) να την ακυρώσουν χτυπώντας την κάτω σαν χταπόδι. Γι’ αυτούς είναι γραμμένο το άρθρο μου.
Για κείνους που οσμίστηκαν νωρίς τη δολιότητα και την απάτη· που ο στέρεος λόγος τους ξεκαθαρίζει τη θολούρα προτείνοντας τον ορθολογισμό απ’ το παράλογο· που πεισματικά προβάλλουν την αδύναμη αλήθεια απέναντι στον παντοδύναμο λαϊκισμό. Πολύ περισσότερο όταν βλέπουν γύρω τους να έχουν διαρραγεί οι σχέσεις του πολίτη με την ενημέρωση και να βαθαίνει η πολιτική άγνοια, να πληθαίνουν οι λειτουργικά αναλφάβητοι.
Κι ας δίνουν διαφορετική εντύπωση τα social. Κανένα facebook δεν μπορεί να αναπληρώσει την ολοκληρωμένη πληροφόρηση που παρέχει η έγκυρη εφημερίδα ή το καλό βιβλίο, ο θεατρικός λόγος ή η τέχνη τού Κινηματογράφου. Και καμία κρίση δεν μπορεί να αποσοβηθεί αν μια σοβαρή -επόμενη- κυβέρνηση δεν ξεκινήσει την προσπάθεια για εθνική ανασυγκρότηση απ’ εδώ.