Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Τα δυο κεριά

Πήρε το παλιό, αγαπημένο μονοπάτι. Εκείνο που άρεσε στη μητέρα  και έβγαζε στο μικρό κάτασπρο ξωκλήσι. 

Έμπαιναν και άναβαν το κερί και η μητέρα του έλεγε να προσευχηθεί σιωπηλά. Για όλα εκείνα που ήθελε να έρθουν στη ζωή του. Τα όμορφα, τα δίκαια και τα αληθινά.
Φεύγοντας από εκεί πάντοτε γύριζε και κοίταζε πίσω του και χαιρότανε με τη θέα των δυό τους αναμμένων κεριών, δίπλα-δίπλα. Και τα φανταζότανε να μένουν για πάντα έτσι άφθαρτα και αναμμένα…

Τώρα με το μπαστουνάκι του και τα άσπρα του μαλλιά αγκομαχεί για να διασχίσει τη μικρή απόσταση. 
Η πόρτα είναι, όπως πάντα, ανοιχτή. Στο μανουάλι ένα μοναχικό κερί αναμμένο. Κάποιος πιστός, πού πέρασε πρωτύτερα προφανώς. Κάποιος που, όπως τότε η μάνα του, ήρθε για να προσευχηθεί.
Διστάζει… Πάει καιρός που δεν έχει ανάψει κερί… Πάει καιρός που δεν λαχταρά της πίστης τη θαλπωρή και τη βοήθεια.
Ο σημερινός του εαυτός, ο γεμάτος επιστήμη και ρεαλισμό είναι έτοιμος να λοιδορήσει εκείνο το εύπιστο, ευτυχισμένο παιδί. 
Και η συγκίνηση από την ανάμνηση; Η ζεστασιά της πίστης της μάνας, που ακόμη τον κυριεύει ευεργετικά;  Η κρυφή προσευχή της τοτινής αθώας του ψυχής, που ανάδινε ελπίδες και προσδοκίες;
Σήκωσε το χέρι του και πήρε ένα κερί από το παγκάρι. Και το τοποθέτησε δίπλα στο άλλο. 

Προχώρησε προς την έξοδο και εκεί κοντοστάθηκε μια στιγμή. Όπως στις επισκέψεις με τη μητέρα του γύρισε και κοίταξε πίσω του. Εκεί στο μανουάλι είδε τα δύο κεριά δίπλα-δίπλα, ένα αναμμένο και ένα ολοκαίνουργιο και σβηστό….