Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Κρισηκέλευθα και Αρρωστοφρενικά- Αστειατόριο


ΑΣΤΕΙΑΤΟΡΙΟ

Δεν μου αρέσει το ύφος του. Επιπλέον έχει ύψος πάνω από 1.85 και αναγκάζομαι να υψικοιτώ. 
- Έχετε κάνει κράτηση; Ρωτά..
- Έχουμε κάνει; Ρωτώ τη Σύνθια δίπλα μου. Εκείνη μου ρίχνει ένα φαρμακερό βλέμα και βέβαια δεν απαντά.
- Φαίνεται πως όχι, του λέω. Κοιτάζω πίσω του και το εστιατόριο είναι σχεδόν άδειο.  Θα έπρεπε;
- Σάββατο σήμερα κύριε. Φοβούμαι πως είμαστε πλήρεις. 
- Και γιατί φοβάστε, αν επιτρέπεται;
Το ξινό ύφος αποκτά και μια πικρή πινελιά. Είναι προφανές ότι τα πικρόξυνα ευδοκιμούν σ' αυτό το υψόμετρο. 
- Έχετε όρεξη φαίνεται, μου λέει... 
- Μα γι' αυτό ήρθαμε στο εστιατόριο, του λέω, προσπαθώντας να καλύψω το επιφώνημα πόνου από την αγκωνιά της Σύνθιας.
- Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Και ειρωνία πλέον μπόλικη στο σύμπλεγμα.
- Ξέρετε, εμείς δεν θα αργήσουμε. Ώσπου να έλθουν οι άλλοι πελάτες σας θα έχουμε τελειώσει. Δεν κυττάζω τη Σύνθια γιατί ξέρω την πορεία που ακολουθούν αυτή τη στιγμή οι βολβοί των ματιών της.
- Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένετε, ο ψηλός.
- Εσάς ρωτάτε; Εγώ.
- Κύριέ μου, υπάρχουν και άλλα μαγαζιά εδώ γύρω, που είμαι σίγουρος, ότι θα χαρούν να σας εξυπηρετήσουν. Εμείς αυτή τη φορά δεν θα έχουμε τη χαρά. Μιά άλλη φορά είμαι σίγουρος.
- Πάμε, Μανώλη. Η Σύνθια.
- Απλά για να το γνωρίζω για την επόμενη φορά που λέτε, μου χαρίζετε το ονοματάκι σας;
- Πως είπατε;
- Με ποιόν έχω τη χαρά να μιλώ; Ρωτώ.
- Κύριέ μου εσείς σκάτε και γάιδαρο.
- Είδατε, δεν ήταν δύσκολο να μας το πείτε.
Την επόμενη στιγμή έτρεχα πίσω από το θόρυβο των τακουνιών της Σύνθιας....