Ένα άρθρο της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου, από το Protagon.gr
H πρόσφατη συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον Σλαβόι Ζίζεκ, που προκάλεσε τη σπασμωδική αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας (η «ανακοίνωση» περί γκούλαγκ ήταν μάλλον άτοπη), δίνει τροφή για σκέψη γύρω από τις ιδεολογικές συγγένειες και τα πολιτικά ήθη της ελληνικής Αριστεράς. Γιατί η Αριστερά συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο δεκαπεντάχρονο που κάνει τα πάντα για να προκαλέσει αποπληξία στους μπαμπάδες; Τι σημαίνει αυτή η έλλειψη σοβαρότητας, αυτή η στάση épater le bourgeois που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι αριστερίστικες ομάδες που τον συναγωνίζονται σε αριστεροσύνη; Η Αριστερά σήμερα συγκεντρώνει πολύ κόσμο -με έξαλλη χαρά: the more the merrier!- αλλά με λιγοστές ιδέες: η φτώχεια των ιδεών εκδηλώνεται μέσω της ανώριμης και θορυβώδους συμπεριφοράς καθώς και μέσω ιδεολογικών ταυτίσεων χωρίς σαφή κριτήρια. Ενώ στον χώρο του ΚΚΕ επικρατεί η θρησκευτική λατρεία των μαρξιστικών γραφών (με την αναμενόμενη ημιμάθεια, δογματική τσιτατολογία, επαναληπτικότητα, εκλεκτική μνήμη), στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ευρύτερου αριστερισμού απουσιάζει εντελώς το θεωρητικό υπόβαθρο - χωρίς να λείπουν η ημιμάθεια, η τσιτατολογία και η επαναληπτικότητα και η εκλεκτική μνήμη. Γενικά μιλώντας, η ελληνική Αριστερά χαρακτηρίζεται από την αγραμματοσύνη που χαρακτηρίζει την ελληνική Δεξιά.
Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς αριστερές δυνάμεις, χωρίς θέσεις και πράξεις που να προωθούν την ισότητα των ευκαιριών, την κοινωνική αλληλεγγύη, το κοσμικό (και όχι θρησκευτικό) κράτος, την προστασία του περιβάλλοντος και της ειρήνης. Με τη σειρά της, η Αριστερά δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς δημιουργικές ιδέες που να αντιστοιχούν στη μεταβαλλόμενη ανθρώπινη πραγματικότητα - κι εδώ έγκειται το πρόβλημά της. Στις θεωρητικές αποσκευές του ΣΥΡΙΖΑ συνωστίζεται ο Τρότσκι (όπως συνέβαινε στο παλιό ΠΑΣΟΚ), ο Τσε Γκεβάρα, ο Μαρκούζε, ο Τόνι Νέγκρι, ο Αλέν Μπαντιού, ο Σλαβόι Ζίζεκ. Και παρά τη θεωρητική ποικιλία -ή εξαιτίας της- ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ξεκάθαρες θέσεις σε θεμελιακά ζητήματα όπως η πολιτική βία, η πολυπολιτισμικότητα, ο διεθνισμός, ο πατριωτισμός, η παγκοσμιοποίηση, η ευρωπαϊκή ιδέα και η αποτίμηση της ελληνικής Ιστορίας. Προσεγγίζει, λοιπόν, με επιπόλαιο τρόπο, φιλοσόφους σαν τον Ζίζεκ που ταιριάζουν με την κακοφωνία της αριστερής πολιτικής στην Ελλάδα• και ασπάζεται ένα συνονθύλευμα άρνησης και ουτοπίας, γραφικότητας, πρόκλησης και ποδοσφαιρικού πνεύματος.
Από το 1968 η επανάσταση έγινε παιχνίδι και τα θεωρητικά δάνεια όχι μόνον του ΣΥΡΙΖΑ αλλά της διεθνούς ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνουν καθήλωση στο Zeitgeist του γαλλικού Μάη. Στην περίπτωση του Ζίζεκ η επιθετική αντιλογία συνδυάζεται με ενθουσιώδη ροπή προς το χάος - και ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από τον Οργισμένο Βαλκάνιο, τον βρίσκει χαριτωμένο. Για όλα υπάρχουν φιλοσοφίες και φιλόσοφοι - όλα μπορούν να στηριχθούν θεωρητικά• ωστόσο, για να είναι αποτελεσματικές οι παρατάξεις πρέπει να διαθέτουν οικονομική, κοινωνική και ηθική πυξίδα - κάτι που λείπει από τον ΣΥΡΙΖΑ, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία με κενά συνθήματα όπως «Καταραμένε μπουρζουά» και “Eat the Rich!”.
Πιθανότατα, χρειάζεται χρόνος. Στην Ελλάδα ο πολιτικός διάλογος βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο: απόδειξη το ότι δεν μπορεί να βρεθεί το κοινό έδαφος μεταξύ των παρατάξεων μολονότι, αντικειμενικά, αυτό το κοινό έδαφος υπάρχει. Πιθανότατα όλα αυτά τα προβλήματα να ανάγονται στην παιδεία, τόσο τη σχολική, όσο κι εκείνη που αποκτά κανείς ως πολίτης - έτσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα, δεν καλλιεργείται κριτική σκέψη• κι όπως κάποτε όποιος διαφωνούσε με τη Δεξιά χαρακτηριζόταν κομμουνιστής, σήμερα όποιος διαφωνεί με την Αριστερά χαρακτηρίζεται φασίστας.