Μια ενδιαφέρουσα άποψη, που εγώ τουλάχιστον την ασπάζομαι.
Άρθρο του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη, από το Protagon.gr
Συγκινητικό και ξεσηκωτικό ταυτόχρονα, το σύνθημα «Είμαστε Όλοι…» συναντάται σε πάμπολλες εκδοχές: «Είμαστε Όλοι Βιετκόνγκ!», φώναζαν κατά τη δεκαετία το ’60 τα παιδιά των λουλουδιών σε Ευρώπη και Αμερική. «Είμαστε Όλοι Τούρκοι!», λένε σήμερα. Ο Τζον Φ. Κένεντι το διατύπωσε σε μια πιο εγωκεντρική παραλλαγή: «Ich bin ein Berliner», είπε το 1963, «Εγώ» δηλαδή «(κοτζάμ Πρόεδρος των ΗΠΑ) είμαι ένας Βερολινέζος! Όλοι οι ελεύθεροι πολίτες είμαστε Βερολινέζοι, κυκλωμένοι από το τείχος της σοβιετικής τυραννίας…». Ο θυμόσοφος λαός προβαίνει σε υπαρξιακότερες γενικεύσεις του τύπου «είμαστε ανθρώποι» -ο τόνος, παρακαλώ, στην παραλήγουσα- «είμαστε αλάνια», «είμαστε ερωτευμένοι». Η δε Λίνα Νικολακοπούλου, επηρεασμένη προφανώς από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ο οποίος συνέθεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία, φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο: «…Όλοι στο θάνατο είμαστε ίσοι κάτω απ’ τη φούστα του Δερβίση…».
Το «Είμαστε Όλοι…» περιέχει δύο παραδοχές: Πρώτον, ότι η ανθρώπινη μοίρα είναι κοινή. Ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πλούσιους και πένητες, σε βασιλείς και στρατιώτες. Δεύτερον, ότι ο εχθρός -ρατσιστής, φασίστας, ιμπεριαλιστής- είναι παμφάγος και ακόρεστος. Μπορεί να ξεκινήσει από τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους ή τους Εβραίους, αργά ή γρήγορα όμως θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Αφού λοιπόν ο εχθρός μάς αντιμετωπίζει όλους σαν παράσιτα, σαν αλλοτριωμένα εργατικά χέρια ή σαν τροφή για τα κανόνια, εμείς πρέπει να ενωθούμε απέναντί του υπερβαίνοντας τις μεταξύ μας διαφορές.
Αμφότερες οι παραπάνω παραδοχές είναι εξόφθαλμα λανθασμένες. Ούτε στην αλήθεια ανταποκρίνονται ούτε ήθος ποιούν.
Μπορεί εν τέλει όλους να μας περιμένουν δύο μέτρα γης (ή μια καλαίσθητη λήκυθος στην εποχή της αποτέφρωσης), οι συνθήκες όμως που θα ζήσουμε και ο τρόπος επίσης που θα μεταβούμε από τη ζωή στον θάνατο ποικίλουν τα μέγιστα. Υπενθυμίζοντας στον στρατιώτη τη θνητότητα που μοιράζεται με τον βασιλιά, γλυκαίνεις απλώς το ξεροκόμματο που εκείνος του ρίχνει για να χορτάσει. Ζουμάροντας πάνω σε κρανία και σε οστά γεγυμνωμένα, αποσιωπάς πως ορισμένοι γλέντησαν τα χρόνια τους ενώ άλλοι τα έχασαν σκυφτοί, πως κάποιοι ψόφησαν σαν τα σκυλιά στο αμπέλι κι άλλους τους ξεπροβόδισαν αγαπημένα πρόσωπα είτε τους πήρε η Επιστήμη από το χέρι και τους πέρασε γλυκά και τρυφερά απέναντι. Η ομορφιά, το ταλέντο, ο πλούτος, κυρίως δε η τύχη, κάθε άλλο παρά μοιράζονται ακριβοδίκαια.
Η δεύτερη παραδοχή του «Είμαστε Όλοι…», η εξίσωση ενώπιον του κοινού κινδύνου πλαστογραφεί ακόμα χειρότερα την πραγματικότητα. Προεξοφλεί πως ο εχθρός, αφού εξοντώσει τους αρχικούς του στόχους, θα στραφεί -τελικά- εναντίον μου. Πιθανόν όμως εγώ -είτε επειδή είμαι ετεροφυλόφιλος είτε επειδή είμαι λευκός είτε επειδή είμαι απλώς ένας φιλήσυχος πολίτης- να μην μπω ποτέ στο ρουθούνι του. Τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο; Ότι μπορώ να εξακολουθήσω τη ζωή μου ανέμελα;
Δεν συντρέχω τον μετανάστη, φοβούμενος μην έρθει ύστερα από εκείνον η σειρά μου. Δεν υποστηρίζω το κίνημα της ομοφυλόφιλης απελευθέρωσης επειδή ανήκω κι εγώ -και ποιος δεν ανήκει;- σε κάποια μειονότητα και προσδοκώ, εφόσον παραστεί ανάγκη, αντίστοιχα αλληλέγγυα συμπεριφορά. Μάχομαι για τους άλλους όχι γιατί μου μοιάζουν, αλλά διότι διαφέρουν από μένα. Το δικαίωμα στην πολυχρωμία υποστηρίζω. Και όχι τα κοινά, πανανθρώπινα, στοιχεία μας που είναι πάντοτε τα πλέον άχρωμα, που χρησιμεύουν απλώς σαν καμβάς για να φιλοτεχνήσει πάνω του ο καθένας τη δική του ανεπανάληπτη προσωπικότητα, τη μοναδική του πορεία επί της Γης.
Δεν είμαστε όλοι μετανάστες. Δεν είμαστε όλοι ομοφυλόφιλοι. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Εκεί ακριβώς έγκειται το ενδιαφέρον και η γοητεία της ζωής. Όσο και να το λαχταράει ο εχθρός, δεν θα του κάνουμε τη χάρη να ομογενοποιηθούμε. Ούτε στην πράξη ούτε καν στα λόγια.