Σήμερα τέλειωσα το μυθιστόρημα “The Buried Giant” του Kazuo Ishiguro, που με είχε γοητεύσει με ένα προηγούμενο βιβλίο του, το “Never Let Me Go”.
Αυτό δεν με ενθουσίασε στον ίδιο βαθμό, αλλά δεν παύει να είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα. Σε πρώτο επίπεδο είναι μια απλή μυθοπλασία, στα πλαίσια ιστορικής φαντασίας, ένα μελαγχολικό ταξίδι στα χρόνια της Αγγλίας μετά τον Αρθούρο, έχοντας μάλιστα δράκοντες, ξωτικά και ιππότες. Βασικοί πρωταγωνιστές ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που ξεκινούν ένα μακρινό ταξίδι για να βρουν τον χρόνια χαμένο γιο τους.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι μια αλληγορία για τη μνήμη των ανθρώπων, αλλά και των εθνών, για τα πράγματα που επιλέγουμε να θυμόμαστε και επομένως και να ξεχνάμε, για τη συζυγική αγάπη και την πορεία μας προς το τελευταίο ταξίδι.
Ο συγγραφέας αφήνει για το τέλος την αποκάλυψη σημαντικών στοιχείων της μυθοπλασίας, και αυτό κάνει ένα μεγάλο μέρος του έργου να φαίνεται δίχως νόημα και βαρετό, αλλά θεωρώ ότι γενικά αποζημιώνει τον αναγνώστη.
Θα κλείσω παραθέτοντας αμετάφραστο το τελευταίο μέρος της κριτικής του βιβλίου από τον κριτικό των New York Times Neil Gaiman, επειδή θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό εκφράζει και τη δική μου πρόσληψη του βιβλίου.
“Ishiguro is not afraid to tackle huge, personal themes, nor to use myths, history and the fantastic as the tools to do it. “The Buried Giant” is an exceptional novel, and I suspect my inability to fall in love with it, much as I wanted to, came from my conviction that there was an allegory waiting like an ogre in the mist, telling us that no matter how well we love, no matter how deeply, we will always be fallible and human, and that for every couple who are aging together, one or the other of them — of us — will always have to cross the water, and go on to the island ahead and alone.”