Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΔΕΚΑ

Βράδιασε κι΄έχουν φύγει πια όλοι. Κάποιοι πιο κοντινοί έμειναν περισσότερο μετά το νεκροταφείο για συμπαράσταση. Τώρα έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε αυτή και ο Αντρέας, οι χαροκαμένοι. Τον βλέπει να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στη φωτογραφία του μικρού που χαμογελάει πλατιά, πανευτυχής με τη φανέλα με το δέκα. 


Νύχτωσε, πρέπει να πέσουν κι αυτοί να ξεκουραστούν μια στάλα. Δυο σχεδόν μέρες αΰπνωτοι, από τότε που έγινε το ατύχημα. Πήγε ν’ ανέβει τη σκάλα. Τότες είδε τα ρούχα τα από τρεις μέρες απλωμένα στην πίσω αυλή. Πρέπει να κάνει ένα τελευταίο κουράγιο να τα μαζώξει. Βγήκε κι είχε αρχίσει κι ένα απαλό αεράκι από τη θάλασσα φερμένο… Κοντεύει, ένα-δυό ρούχα έχουν μείνει ακόμη, εκείνη η παλιά της η πυτζάμα και η φανέλα του με το δέκα.