Αναδημοσιεύω ένα άρθρο του συγγραφέα Απόστολου Δοξιάδη από το Protagon.gr
Πιστεύω ότι έχει δίκηο σε όσα γράφει, αν και μάλλον "ομιλεί σε ώτα μη ακουόντων".
Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπικές ενδείξεις, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο ελληνικός λαός να επαναλάβει στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 το λάθος που έκανε τον Οκτώβριο του 2009. Μόνο που τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά, και το δεύτερο λάθος, το δις εξαμαρτείν, δεν θα είναι επανορθώσιμο.
Και τότε και τώρα, πίσω από το λάθος βρίσκεται ένα ψέμα. Στις εκλογές του 2009, αυτό εκφράστηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», που πρόβαλε για να αντιμετωπίσει την πένθιμη προειδοποίηση του Κώστα Καραμανλή ότι η χώρα έπρεπε να αρχίσει αμέσως να περιορίζει τις δαπάνες της. Σήμερα, το ψέμα προωθείται, σε διάφορες παραλλαγές, από τα τρία κόμματα της δημαγωγίας, ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητους Έλληνες και Χρυσή Αυγή, που προβάλλουν μια συγκαλυμμένη παραλλαγή του παπανδρεϊκού συνθήματος, προσαρμόζοντάς το, το καθένα με τον τρόπο του, στο ρητορικό ιδίωμα του οργισμένου λαϊκισμού. Γιατί και τα τρία κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Έλληνες και Χρυσή Αυγή, λένε ουσιαστικά το ίδιο πράμα, ότι δηλαδή «λεφτά υπάρχουν», και αν εκλέξουμε αυτά θα μας τα δώσουν. Η εκλογική τους δύναμη, όπως αποτυπώθηκε στις τελευταίες εκλογές, αλλά και το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι που έχουν ως πρώτη επιλογή ένα από αυτά, έχουν ως δεύτερη και τρίτη πάλι ένα από αυτά, και όχι τα υπόλοιπα κόμματα, μας επιβεβαιώνουν την παλιά αλήθεια ότι οι άνθρωποι προτιμούν να παρηγορούνται πιστεύοντας σε ένα αισιόδοξο, έστω και εντελώς μη-ρεαλιστικό όνειρο, από το να αποδέχονται τη σκληρή πραγματικότητα. Η επιλογή του ονείρου αντί της πραγματικότητας είναι απόλυτα ανθρώπινη. Αλλά όπως κάποιες απολύτως ανθρώπινες επιλογές, είναι εντελώς καταστροφική.
Ως προς τους λόγους που «λεφτά υπάρχουν», οι ρητορικές στρατηγικές των τριών κομμάτων που πουλάν ελπίδα με αντάλλαγμα ψήφους (δηλαδή εξουσία) διαφέρουν. Ο κ. Τσίπρας λέει ότι λεφτά υπάρχουν γιατί θα τα απαιτήσει από τους Ευρωπαίους με τον τσαμπουκά του, και τις τεχνικές που έμαθε μικρός στην ΚΝΕ, στα αμφιθέατρα των συνελεύσεων. Ότι, με άλλα λόγια, θα απειλήσει τους κουτόφραγκους, όπως άλλωστε έχει ήδη αρχίσει να το κάνει, κι αυτοί τελικά θα υποταγούν στο θέλημά του, έντρομοι μην τυχόν και βγει η Ελλάδα από το Ευρώ και χάσει η Βενετιά βελόνι. (Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από πολλές φωνές, από τις οποίες πολλές πρεσβεύουν ότι πρέπει να φύγουμε από την Ευρώπη «των μονοπωλίων και του κεφαλαίου» και να γυρίσουμε στη δραχμή• αλλά αυτές προεκλογικά σιωπούν επιμελώς.) Ο κ. Καμμένος, από την άλλη, φαίνεται να λέει, αν τον καταλαβαίνω καλά (που δεν είναι πάντα εύκολο) ότι τα λεφτά υπάρχουν στο υπέδαφος, ή στους Ρώσους ή στους Κινέζους ή σε κάποια άλλη χώρα, και εν πάση περιπτώσει θα το λύσει και δεν πρέπει να στενοχωριόμαστε, γιατί είμαστε πολλοί, είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε Έλληνες και όλα τα άλλα βολεύονται. Και όσο για τον κ. Μιχαλολιάκο, αυτός υπερθεματίζει, λέγοντας ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, άρα δεν τίθεται ζήτημα.
Και οι τρεις απόψεις είναι εξόχως αισιόδοξες και εξόχως μη-ρεαλιστικές. Αυτό δε χρειάζεται πολύ μυαλό για να το καταλάβεις: Πρώτον, γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες μας έχουν πει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν πρόκειται να δεχτούν κανένα συμβιβασμό, και η τήρηση των δεσμεύσεών μας είναι απαρέγκλιτος όρος της παραμονής μας στην Ευρώπη. (Ο κ. Τσίπρας φαίνεται ότι απογοητεύτηκε από την επανάληψη αυτού του μηνύματος από τον νέο πρόεδρο της Γαλλίας, που είχε προσπαθήσει μετεκλογικά να μας τον παρουσιάσει ως ομόβαθμό του, κι έτσι τον είπε «Ολανδρέου», για να σκάσει απ’ το κακό του• κι έτσι τελικά τα βρήκε με τον ιδεολογικό του σύντροφο, τον ακροαριστερό Μελανσόν του 11%, μεταμορφωνόμενος ο ίδιος προφανώς σε «Τσιπρανσόν».) Δεύτερον, γιατί πετρέλαια, φυσικά αέρια, κ.λπ. δεν έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, και η διαβεβαίωση του κ. Καμμένου ότι αυτό θα συμβεί μόλις το απαιτήσει δε μας καθησυχάζει• ούτε βέβαια και οι Ρώσοι έχουν καμιά διάθεση να μας στηρίξουν εκτός Ευρώπης (το ξεκαθάρισε άλλωστε ο κ. Μεντβέντεφ), οι δε Κινέζοι, και καλά κάνουν οι άνθρωποι, δε δανείζουν φράγκο χωρίς δρακόντειες εγγυήσεις. (Θυμίζω τις διαπραγματεύσεις για το λιμάνι του Πειραιά.) Και, τρίτον, μπορεί μεν να ισχύει, για όσους το πιστεύουν, ότι είμαστε λαός αθάνατος, ανώτερος, ακατάβλητος, αλλά αυτό δε μας προφυλάσσει από την πτώχευση, γιατί αν μας προφύλασσε δε θα είχαμε πτωχεύσει τρεις φορές στο παρελθόν.
Φυσικά, ό λόγος που πολλοί συμπολίτες μας επιλέγουν τα κόμματα της ψεύτικης ελπίδας δεν είναι ότι στερούνται της ευφυΐας να καταλάβουν την παγίδα της ρητορικής τους. Ο λόγος είναι πολύ πιο θλιβερός, αλλά και πάλι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος. Συγκεκριμένα, ότι κάποιοι συμπολίτες μας επιλέγουν να αγνοήσουν την προφανή αλήθεια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένας ασθενής αποφεύγει τις προειδοποιήσεις των γιατρών του, ή ένας τζογαδόρος τις πιθανότητες, που είναι συντριπτικά εναντίον του. Και η άγνοια των ψηφοφόρων έχει το ίδιο ακριβώς κίνητρο με των άλλων δυο περιπτώσεων: ότι η αλήθεια είναι δυσάρεστη, και προτιμούν να αφήσουν το θυμικό τους, εν προκειμένω την ελπίδα, να κυριαρχήσει πάνω στη διάθεση για αντικειμενικότητα.
Το ότι οι άνθρωποι γενικώς προτιμούν τα καλά νέα από τα κακά δεν είναι ούτε καινούργιο, ούτε περίεργο. Αυτό που παραξενεύει, στην περίπτωση των επικείμενων εκλογών, είναι η ιδιαίτερη εμμονή με την οποία πολλοί επιμένουν να αγνοούν την πραγματικότητα υπέρ της παρηγοριάς και της ελπίδας, έστω κι αν την έχουν πατήσει τόσο πρόσφατα, και τόσο σοβαρά, πιστεύοντας τον προηγούμενο έμπορο ελπίδας που έταζε ότι «λεφτά υπάρχουν».
Κι όμως, αν το σκεφτούμε λιγάκι, η εθελοτυφλία αυτή δεν είναι τόσο περίεργη, κι αυτό γιατί οφείλεται, απλούστατα, στην συνήθεια των έλληνων, τη συνήθεια όλων μας δηλαδή, να ψηφίζουμε στις εκλογές χωρίς να θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα θα έχει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή μας. Σε αυτό, δυστυχώς, δεν είχαμε άδικο μέχρι τώρα, αφού αυτή η αίσθηση ότι «είτε τους πράσινους ψηφίσω, είτε τους γαλάζιους, το ίδιο κάνει», δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Θυμηθείτε το: και με τη Νέα Δημοκρατία και με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τα πράγματα δεν άλλαζαν τόσο. Είτε ο ένας κυβερνούσε ή ο άλλος, δημοκρατία είχαμε, με τα χίλια στραβά της αλλά δημοκρατία, ελευθερία λόγου είχαμε, έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, η οικονομία πάνω κάτω δούλευε, το κράτος πάνω κάτω δε δούλευε (αλλά αυτό το είχαμε συνηθίσει), στην Ευρώπη είμασταν, ταξιδάκια κάναμε να ξεχνιόμαστε, διακοπές πηγαίναμε... Οι εναλλαγές των δυο κομμάτων στην εξουσία επηρέαζαν αισθητά μόνο τη ζωή των λίγων που είχαν στενές πελατειακές σχέσεις με το ένα ή το άλλο, τους «πρασινοφρουρούς» του ΠΑΣΟΚ, ή τα «δικά μας παιδιά» της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά κι αυτοί είχαν μάθει στο ρυθμό της εναλλαγής της εξουσίας και τους βόλευε κιόλας, σαν την εναλλαγή των εποχών: σαν το μυρμήγκι του Αισώπου, έτσι κι οι κομματικοί επίλεκτοι αποθησαύριζαν όταν ήταν το κόμμα τους στην εξουσία εύνοια ή χρήματα ή κάτι τέλος πάντων, και τα χαίρονταν μετά, όταν έπαιρνε τη σκυτάλη το άλλο. Αλλά τον πολύ κόσμο, εκτός από τα οργανωμένα στελέχη των κομμάτων, δεν τον ένοιαζε τόσο ποιος κυβερνούσε, αφού η ζωή του μέσου πολίτη έξι μήνες, ας πούμε, μετά μια εκλογική αναμέτρηση ήταν πάνω κάτω ίδια με έξι μήνες πριν. Άρα, ό,τι και να ψηφίζαν, δεν είχε τόση σημασία.
Αυτό όμως τώρα, για πρώτη φορά αλλάζει, και μάλιστα δραματικά. Γιατί στις ερχόμενες εκλογές είναι πολύ πιθανό το αποτέλεσμα να μεταμορφώσει ριζικά τη ζωή μας, όλων μας, και αυτό φαίνεται να μην το έχει συνειδητοποιήσει μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας. Είναι όλοι αυτοί που παρασυρμένοι από τη συνήθεια καταλήγουν συχνά στις πολιτικές συζητήσεις, όταν τους παραζορίσεις με επιχειρήματα, με ένα «έλα μωρέ, σιγά», που δείχνει πάνω από όλα ένα πράγμα: πως πιστεύουν κατά βάθος ότι αυτές τις εκλογές θα είναι σαν όλες τις προηγούμενες. Έλα όμως που δε θα είναι, κι αυτό γιατί το διακύβευμα έχει αλλάξει ριζικά. Αυτή τη φορά δεν αποφασίζουμε αν θα συνεχίσει η ζωή που μάθαμε από τη Μεταπολίτευση και μετά, υπό πράσινα ή γαλάζια σημαιάκια για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά αν θα συνεχίσει ή όχι, τελεία και παύλα. Αν θα μείνουμε στην Ευρώπη ή όχι, αν θα πτωχεύσουμε ή όχι.
Οι έλληνες πολίτες δεν είναι ούτε αφελείς, ούτε ανόητοι, ούτε σε τελευταία ανάλυση καταστροφικοί: κι ο πιο αφελής κι ο πιο αδιάφορος πολιτικά, αν ήξερε ότι με τη δική του ψήφο, ειδικά τη δική του, θα τραβηχτεί η σκανδάλη που θα σημάνει τη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρώπη, δε θα την τραβούσε ποτέ, με τίποτε. Αυτό λοιπόν που πρέπει να συνειδητοποιήσουν τώρα, να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας δηλαδή, είναι ότι το «έλα μωρέ» σε ετούτες τις εκλογές δεν ισχύει. Το αποτέλεσμά τους θα κρίνει την τύχη της χώρας για πολλές δεκαετίες—ίσως για πάντα. Το «έλα μωρέ» πάει, τελείωσε.
Και τότε και τώρα, πίσω από το λάθος βρίσκεται ένα ψέμα. Στις εκλογές του 2009, αυτό εκφράστηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», που πρόβαλε για να αντιμετωπίσει την πένθιμη προειδοποίηση του Κώστα Καραμανλή ότι η χώρα έπρεπε να αρχίσει αμέσως να περιορίζει τις δαπάνες της. Σήμερα, το ψέμα προωθείται, σε διάφορες παραλλαγές, από τα τρία κόμματα της δημαγωγίας, ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητους Έλληνες και Χρυσή Αυγή, που προβάλλουν μια συγκαλυμμένη παραλλαγή του παπανδρεϊκού συνθήματος, προσαρμόζοντάς το, το καθένα με τον τρόπο του, στο ρητορικό ιδίωμα του οργισμένου λαϊκισμού. Γιατί και τα τρία κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Έλληνες και Χρυσή Αυγή, λένε ουσιαστικά το ίδιο πράμα, ότι δηλαδή «λεφτά υπάρχουν», και αν εκλέξουμε αυτά θα μας τα δώσουν. Η εκλογική τους δύναμη, όπως αποτυπώθηκε στις τελευταίες εκλογές, αλλά και το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι που έχουν ως πρώτη επιλογή ένα από αυτά, έχουν ως δεύτερη και τρίτη πάλι ένα από αυτά, και όχι τα υπόλοιπα κόμματα, μας επιβεβαιώνουν την παλιά αλήθεια ότι οι άνθρωποι προτιμούν να παρηγορούνται πιστεύοντας σε ένα αισιόδοξο, έστω και εντελώς μη-ρεαλιστικό όνειρο, από το να αποδέχονται τη σκληρή πραγματικότητα. Η επιλογή του ονείρου αντί της πραγματικότητας είναι απόλυτα ανθρώπινη. Αλλά όπως κάποιες απολύτως ανθρώπινες επιλογές, είναι εντελώς καταστροφική.
Ως προς τους λόγους που «λεφτά υπάρχουν», οι ρητορικές στρατηγικές των τριών κομμάτων που πουλάν ελπίδα με αντάλλαγμα ψήφους (δηλαδή εξουσία) διαφέρουν. Ο κ. Τσίπρας λέει ότι λεφτά υπάρχουν γιατί θα τα απαιτήσει από τους Ευρωπαίους με τον τσαμπουκά του, και τις τεχνικές που έμαθε μικρός στην ΚΝΕ, στα αμφιθέατρα των συνελεύσεων. Ότι, με άλλα λόγια, θα απειλήσει τους κουτόφραγκους, όπως άλλωστε έχει ήδη αρχίσει να το κάνει, κι αυτοί τελικά θα υποταγούν στο θέλημά του, έντρομοι μην τυχόν και βγει η Ελλάδα από το Ευρώ και χάσει η Βενετιά βελόνι. (Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από πολλές φωνές, από τις οποίες πολλές πρεσβεύουν ότι πρέπει να φύγουμε από την Ευρώπη «των μονοπωλίων και του κεφαλαίου» και να γυρίσουμε στη δραχμή• αλλά αυτές προεκλογικά σιωπούν επιμελώς.) Ο κ. Καμμένος, από την άλλη, φαίνεται να λέει, αν τον καταλαβαίνω καλά (που δεν είναι πάντα εύκολο) ότι τα λεφτά υπάρχουν στο υπέδαφος, ή στους Ρώσους ή στους Κινέζους ή σε κάποια άλλη χώρα, και εν πάση περιπτώσει θα το λύσει και δεν πρέπει να στενοχωριόμαστε, γιατί είμαστε πολλοί, είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε Έλληνες και όλα τα άλλα βολεύονται. Και όσο για τον κ. Μιχαλολιάκο, αυτός υπερθεματίζει, λέγοντας ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, άρα δεν τίθεται ζήτημα.
Και οι τρεις απόψεις είναι εξόχως αισιόδοξες και εξόχως μη-ρεαλιστικές. Αυτό δε χρειάζεται πολύ μυαλό για να το καταλάβεις: Πρώτον, γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες μας έχουν πει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν πρόκειται να δεχτούν κανένα συμβιβασμό, και η τήρηση των δεσμεύσεών μας είναι απαρέγκλιτος όρος της παραμονής μας στην Ευρώπη. (Ο κ. Τσίπρας φαίνεται ότι απογοητεύτηκε από την επανάληψη αυτού του μηνύματος από τον νέο πρόεδρο της Γαλλίας, που είχε προσπαθήσει μετεκλογικά να μας τον παρουσιάσει ως ομόβαθμό του, κι έτσι τον είπε «Ολανδρέου», για να σκάσει απ’ το κακό του• κι έτσι τελικά τα βρήκε με τον ιδεολογικό του σύντροφο, τον ακροαριστερό Μελανσόν του 11%, μεταμορφωνόμενος ο ίδιος προφανώς σε «Τσιπρανσόν».) Δεύτερον, γιατί πετρέλαια, φυσικά αέρια, κ.λπ. δεν έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, και η διαβεβαίωση του κ. Καμμένου ότι αυτό θα συμβεί μόλις το απαιτήσει δε μας καθησυχάζει• ούτε βέβαια και οι Ρώσοι έχουν καμιά διάθεση να μας στηρίξουν εκτός Ευρώπης (το ξεκαθάρισε άλλωστε ο κ. Μεντβέντεφ), οι δε Κινέζοι, και καλά κάνουν οι άνθρωποι, δε δανείζουν φράγκο χωρίς δρακόντειες εγγυήσεις. (Θυμίζω τις διαπραγματεύσεις για το λιμάνι του Πειραιά.) Και, τρίτον, μπορεί μεν να ισχύει, για όσους το πιστεύουν, ότι είμαστε λαός αθάνατος, ανώτερος, ακατάβλητος, αλλά αυτό δε μας προφυλάσσει από την πτώχευση, γιατί αν μας προφύλασσε δε θα είχαμε πτωχεύσει τρεις φορές στο παρελθόν.
Φυσικά, ό λόγος που πολλοί συμπολίτες μας επιλέγουν τα κόμματα της ψεύτικης ελπίδας δεν είναι ότι στερούνται της ευφυΐας να καταλάβουν την παγίδα της ρητορικής τους. Ο λόγος είναι πολύ πιο θλιβερός, αλλά και πάλι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος. Συγκεκριμένα, ότι κάποιοι συμπολίτες μας επιλέγουν να αγνοήσουν την προφανή αλήθεια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένας ασθενής αποφεύγει τις προειδοποιήσεις των γιατρών του, ή ένας τζογαδόρος τις πιθανότητες, που είναι συντριπτικά εναντίον του. Και η άγνοια των ψηφοφόρων έχει το ίδιο ακριβώς κίνητρο με των άλλων δυο περιπτώσεων: ότι η αλήθεια είναι δυσάρεστη, και προτιμούν να αφήσουν το θυμικό τους, εν προκειμένω την ελπίδα, να κυριαρχήσει πάνω στη διάθεση για αντικειμενικότητα.
Το ότι οι άνθρωποι γενικώς προτιμούν τα καλά νέα από τα κακά δεν είναι ούτε καινούργιο, ούτε περίεργο. Αυτό που παραξενεύει, στην περίπτωση των επικείμενων εκλογών, είναι η ιδιαίτερη εμμονή με την οποία πολλοί επιμένουν να αγνοούν την πραγματικότητα υπέρ της παρηγοριάς και της ελπίδας, έστω κι αν την έχουν πατήσει τόσο πρόσφατα, και τόσο σοβαρά, πιστεύοντας τον προηγούμενο έμπορο ελπίδας που έταζε ότι «λεφτά υπάρχουν».
Κι όμως, αν το σκεφτούμε λιγάκι, η εθελοτυφλία αυτή δεν είναι τόσο περίεργη, κι αυτό γιατί οφείλεται, απλούστατα, στην συνήθεια των έλληνων, τη συνήθεια όλων μας δηλαδή, να ψηφίζουμε στις εκλογές χωρίς να θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα θα έχει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή μας. Σε αυτό, δυστυχώς, δεν είχαμε άδικο μέχρι τώρα, αφού αυτή η αίσθηση ότι «είτε τους πράσινους ψηφίσω, είτε τους γαλάζιους, το ίδιο κάνει», δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Θυμηθείτε το: και με τη Νέα Δημοκρατία και με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τα πράγματα δεν άλλαζαν τόσο. Είτε ο ένας κυβερνούσε ή ο άλλος, δημοκρατία είχαμε, με τα χίλια στραβά της αλλά δημοκρατία, ελευθερία λόγου είχαμε, έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, η οικονομία πάνω κάτω δούλευε, το κράτος πάνω κάτω δε δούλευε (αλλά αυτό το είχαμε συνηθίσει), στην Ευρώπη είμασταν, ταξιδάκια κάναμε να ξεχνιόμαστε, διακοπές πηγαίναμε... Οι εναλλαγές των δυο κομμάτων στην εξουσία επηρέαζαν αισθητά μόνο τη ζωή των λίγων που είχαν στενές πελατειακές σχέσεις με το ένα ή το άλλο, τους «πρασινοφρουρούς» του ΠΑΣΟΚ, ή τα «δικά μας παιδιά» της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά κι αυτοί είχαν μάθει στο ρυθμό της εναλλαγής της εξουσίας και τους βόλευε κιόλας, σαν την εναλλαγή των εποχών: σαν το μυρμήγκι του Αισώπου, έτσι κι οι κομματικοί επίλεκτοι αποθησαύριζαν όταν ήταν το κόμμα τους στην εξουσία εύνοια ή χρήματα ή κάτι τέλος πάντων, και τα χαίρονταν μετά, όταν έπαιρνε τη σκυτάλη το άλλο. Αλλά τον πολύ κόσμο, εκτός από τα οργανωμένα στελέχη των κομμάτων, δεν τον ένοιαζε τόσο ποιος κυβερνούσε, αφού η ζωή του μέσου πολίτη έξι μήνες, ας πούμε, μετά μια εκλογική αναμέτρηση ήταν πάνω κάτω ίδια με έξι μήνες πριν. Άρα, ό,τι και να ψηφίζαν, δεν είχε τόση σημασία.
Αυτό όμως τώρα, για πρώτη φορά αλλάζει, και μάλιστα δραματικά. Γιατί στις ερχόμενες εκλογές είναι πολύ πιθανό το αποτέλεσμα να μεταμορφώσει ριζικά τη ζωή μας, όλων μας, και αυτό φαίνεται να μην το έχει συνειδητοποιήσει μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας. Είναι όλοι αυτοί που παρασυρμένοι από τη συνήθεια καταλήγουν συχνά στις πολιτικές συζητήσεις, όταν τους παραζορίσεις με επιχειρήματα, με ένα «έλα μωρέ, σιγά», που δείχνει πάνω από όλα ένα πράγμα: πως πιστεύουν κατά βάθος ότι αυτές τις εκλογές θα είναι σαν όλες τις προηγούμενες. Έλα όμως που δε θα είναι, κι αυτό γιατί το διακύβευμα έχει αλλάξει ριζικά. Αυτή τη φορά δεν αποφασίζουμε αν θα συνεχίσει η ζωή που μάθαμε από τη Μεταπολίτευση και μετά, υπό πράσινα ή γαλάζια σημαιάκια για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά αν θα συνεχίσει ή όχι, τελεία και παύλα. Αν θα μείνουμε στην Ευρώπη ή όχι, αν θα πτωχεύσουμε ή όχι.
Οι έλληνες πολίτες δεν είναι ούτε αφελείς, ούτε ανόητοι, ούτε σε τελευταία ανάλυση καταστροφικοί: κι ο πιο αφελής κι ο πιο αδιάφορος πολιτικά, αν ήξερε ότι με τη δική του ψήφο, ειδικά τη δική του, θα τραβηχτεί η σκανδάλη που θα σημάνει τη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρώπη, δε θα την τραβούσε ποτέ, με τίποτε. Αυτό λοιπόν που πρέπει να συνειδητοποιήσουν τώρα, να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας δηλαδή, είναι ότι το «έλα μωρέ» σε ετούτες τις εκλογές δεν ισχύει. Το αποτέλεσμά τους θα κρίνει την τύχη της χώρας για πολλές δεκαετίες—ίσως για πάντα. Το «έλα μωρέ» πάει, τελείωσε.