Μετά την εγχείρηση εις τας Αθήνας, έπαυσα να μιλώ και άρχισα να γράφω εις ένα σημειωματάριο που με έδωσεν η νοσοκόμα Μαριάνθη. Στην αρχή με φαινόταν γελοίο πού το έκαμνα αυτό. Τώρα, το εσυνήθισα και ό,τι θελήσω και σκεφθώ το γράφω. Ναι, με λυπεί πού έχασα την φωνή μου.
Ευτυχώς, όμως, ο Αλέκος με έφερε το μπλε τετράδιο. Το κρατώ στα χέρια μου και νοιώθω που έχει ζωή. Κλείνω τα μάτια μου και το δωμάτιο γεμίζει εικόνες και πρόσωπα. Το ταξίδι δεν έχει πια κανένα προορισμό. Με αρέσει πετάγομαι στα πολλά φανερά και τα κρυφά της ζωής μου. Μόνον εγώ γνωρίζω με πόσην λαχτάρα το άνοιγα το μπλέ τετράδιον και έγραφα αυτά που με αγγίζαν την ψυχήν. Τότε είχα και φωνήν.
Δεν παραπονούμαι που πάντα ήμουν μόνος. Το ξέρω που η έγνοια μου για την μελέτη και την ποίησιν θα ήταν άλλη, ή που καθόλου δεν θα είχα, αν ζούσα με άλλους, που θα έκλεβαν τον χρόνον μου. Και που εργάστηκα εις την Υπηρεσίαν Υδρεύσεως, αναγκάστηκα να ζήσω σχεδόν όπως όλοι. Όμως, εκείνο το μισητόν πράγμα με έκλεβε πολύτιμον χρόνον, που θα ημπορούσα να αφιερώσω εις την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν.
Τώρα, κρατώ το μπλε τετράδιον και ορισμένως νοιώθω που μπαίνω σε λιμάνι μετά από τρικυμία. Το γνωρίζω που δεν μπορώ για πολλά να ελπίζω και πως τούτα που γράφω είναι μια illusion. Όμως, θα γυρνώ πίσω και θα ζωντανεύουν πρόσωπα και εικόνες από περασμένες ημέρες της ζωής μου, όπου τώρα νοιώθω να φεύγει.