Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη




Σήμερα, φεύγω από αυτό εδώ το σπίτι μου στην  Rue Lepsious. Με λυπεί που αναγκάζομαι να το κάμω, αλλά οι γιατροί είναι αυστηροί. Με λένε ότι  δεν μπορεί να γίνει εδώ η θεραπεία και ίσως η κατάστασίς μου θα χειροτερεύει, ενώ εκεί, εις το Ελληνικόν Νοσοκομείον Αλεξανδρείας πιστεύουν πως θα γίνω καλά. Με λένε βέβαια που το ταξίδι είναι μακρύ, αλλά να μην απελπίζομαι. Ξέρω που δίνουν ελπίδες σε όλους τους ασθενείς, για να τους κρατούν το ηθικό των. Μα κι αυτοί το ’χουν ανάγκη, ν’ ακούν που θα γίνουν καλά.
Όλη την ημέρα είναι μαζί μου ο Αλέκος και η Ρίκα και δεν ηξεύρω πώς θα ήμουν χωρίς αυτούς. Με λένε να κάθομαι και να ηρεμώ, αλλά δεν ημπορώ. Περπατώ βαριά και κοιτάζω αυτή την κάμαρα κι ακούω πολλές φωνές να ψιθυρίζουν το όνομά μου και να ρωτούν “Καβάφη, πού μας αφήνεις; Μη φεύγεις χωρίς εμάς.” Μετρώ τα ονόματά των κ’ είναι πολλά: Λάνης, Ιασής, Οροφέρνης. Θεόδοτος, Αντώνιος, Μύρης, Καισαρίων, Πτολεμαίος, Αλέξανδρος, Δημήτριος… Με φαίνεται ότι ομοιάζω με κακόν πατέρα που μιαν ημέρα φεύγει, και τα παιδιά του τον φωνάζουν “ Όχι μη φεύγεις, πού πηαίνεις χωρίς εμάς;”.
Στέκομαι εις την βιβλιοθήκην εμπροστά και νοιώθω τα μάτια μου να καίνε. Απλώνω το χέρι μου και τα χαϊδεύω τα βιβλία. Είναι κι αυτά παιδιά μου και τι θα γενόμουν χωρίς αυτά; Αυτά με έδωσαν ωραίες εικόνες κ’ έκαμναν κάθε φορά το ξεκίνημα πιο εύκολο κ’ έδιναν ζωή εις την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν.
Είδα που ο Αλέκος μ’ επαρατηρούσεν και η Ρίκα εδάκρυζε και είπα δεν είναι πρέπον. Επήρα δύο βιβλία που αγαπώ και εμπήκα πάλιν εις την κάμαράν μου. Η Ρίκα έφερε την βαλίτσαν μου και δεν ημπόρεσα να συγκρατήσω τον αναστεναγμόν μου, οπού εβγήκε βαθύς. Με ήρθαν η θύμησες και όλο χάιδευα τη δερμάτινη εκείνη βαλίτσαν που εμύριζε άνθη της νεότητός μου και ήξερε πολλά. Τώρα, δεν θα ταξιδέψομε μαζί για τες ηδονές της Ιωνίας, αλλά για το Ελληνικόν Νοσοκομείον Αλεξανδρείας.
Η Ρίκα με φαίνεται που καταλαβαίνει πιο εύκολα από τον Αλέκο. Το είδα που ετοίμαζε τα πράγματά μου και όλο που εδάκρυζε κ’ εψιθύριζε “Να ιδείτε που θα γενείτε καλά, να ιδείτε…”. Το έλεγε και ήταν ωσάν να έπειθε τον εαυτόν της. Την εκύταξα κ’ εσταμάτησε. Τι κρίμα… Ήθελα να το λέγει, να το λέγει…
Την ώρα που άνοιγε την πόρτα του σπιτιού ο Αλέκος, εστάθηκα μια στιγμή στον καθρέπτην εμπροστά και είδα που παλιά στεκόμουν πάλι και κοίταζα όλος ζωή το είδωλόν μου κ’ εδάκρυσα. Πιο πολύ ο καθρέπτης είναι που ξέρει με πόσην λαχτάρα εξεκλείδωνα για να βγω έξω στα σκοτεινά τα σοκάκια και να μπω στα καφενεία με τα δωμάτια απάνω… Το ένοιωσεν ο Αλέκος που εμπήκα σ’ άλλον κόσμο κ’ έκανε να βγει έξω να με περιμένει, μόνο που δεν ήθελα άλλο κ’ εβγήκαμε μαζί.


Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη