Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (4)


Αμυδρώς ενθυμούμαι την απουσίαν μας εις Λίβερπουλ, Λονδίνον, και Μασσαλία. Ενθυμούμαι, όμως, ότι το έτος 1876 μας έφεραν τα κακά νέα δια την διάλυσιν της εμπορικού οίκου του πατρός μου «Καβάφης και Σία» και ότι η οικογένεια έπεσε εις βαθύν οικονομικόν μαρασμόν. Άκουγα την μητέρα μου Χαρίκλεια να συζητεί δια νέες επιχειρήσεις, αλλά ένοιωθα που όλα επήγαιναν από το κακόν στο χείριστον. Μετά από παρέλευσιν πέντε ετών, χάθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες της μητέρας, να εγκατασταθούμε εις την ξένην. Οι πρώην συνεργάτες του Πέτρου Καβάφη, εις τους οποίους εστήριξε πολλές ελπίδες αδιαφόρησαν, για τούτο εγκαταλείψαμε την Μασσαλία, και με ατμόπλοιον επανήλθαμε στην Αλεξάνδρεια.
Εμείναμε στην οδό Ραμλίου. Εκείνο το σπίτι το φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Δεν εμείναμε όμως για αρκετόν χρόνον. Διότι πάλιν αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την Αλεξάνδρειαν και να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, για να σωθούμε από τον βομβαρδισμό στον οποίο επεδόθη ο βρεττανικός στόλος, αφού εις τούτο κατέληξεν η εξέγερσις των Αιγυπτίων το έτος 1882. Από εκείνο το σπίτι,  κάθε μέρα επήγαινα στο «Λύκειον Ερμής» του Κωνσταντίνου Παπαζή, όπου για πρώτην φορά ένοιωσα που είχα αληθινούς φίλους, τον Μικέ Ράλλη, τον Στέφανον Σκυλλίτση και τον Τζών Ροδοκανάκη.
Το πλοίον ήταν πολύ βρώμικο και το ταξίδι πολύ φρικτόν, αλλά επιτέλους εφθάσαμε εις την Βασιλεύουσαν. Έτσι την έλεγεν ο εκ μητρός πάππος μου, Γεώργιος Φωτιάδης. Εκεί μας υποδέχθηκαν οι συγγενείς μας και αμέσως εξεχώρισα έναν ωραίον εξάδελφόν μου, τον  Γ. Ψυλλιάρη, που τον άρεσε η ποίησις. Ένα ποίημα, το “Leaving Therapia”, όπου το έγραψα για το γραφικόν χωριό, τη Θεραπειά στις ακτές του Βοσπόρου,  το ήβρε εξαιρετικόν και αυτό μ’ εκολάκευσε. Εκείνη την εποχή έγραψα και άλλα ποιήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Και πάλιν τον άρεσε πολύ ένα που το είπα “Dünya qüzeli”, όμορφος κόσμος, στην τουρκική γλώσσα, και του εγύρισα το κοπλιμέντο και τον είπα που αυτός τον ομόρφαινε.
Η Χαρίκλεια άλλαξε και νοιώθει που πρέπει να επιστρέψουμε στην Αλεξάνδρεια. Την γράφουν οι φίλες της ότι τα πράγματα εκαλυτέρεψαν και άρχισαν οι βεγγέρες και τα καλέσματα. Τα μαθαίνω κ’ εγώ από τον Μικέ και τον Στέφανο, όπου μ’ ερωτούν πότε θα ανταμώσουμε. Το λαχταρώ κ’ εγώ να τους ιδώ, μα κάτι εδώ της καρδιάς είναι και με κρατάει.