Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Η Επιστήμη και η σημερινή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα


Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Colin Macilwain στο περιοδικό Nature, το οποίο εξετάζει το άμεσο μέλλον της επιστήμης. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια πρόσφατη διάσκεψη που έγινε στη Βουδαπέστη (World Science Forum) και την απογοήτευσή του από την τάση των επιστημόνων να ζουν ακόμη στο γυάλινο πύργο τους, μακριά από την κοινωνία και με την φρούδα ελπίδα ότι δεν θα τους επηρεάσει η οικονομική κρίση. Τους βεβαιώνει, όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, ότι οι δαπάνες για την έρευνα των μεγάλων κρατών, τουλάχιστον των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας θα ελαττωθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια και ότι σε όλες τις χώρες υπάρχει τάση για στόχευση των χρηματοδοτήσεων περισσότερο προς τα υπάρχοντα πρακτικά προβλήματα, κάτι που μοιραία θα αλλάξει το σημερινό τοπίο. Αυτοί που θα πληγούν περισσότερο είναι οι ερευνητές των λεγόμενων "ανθρωπιστικών" επιστημών, οι οποίοι άλλωστε την πληρώνουν πάντοτε περισσότερο σε περιόδους κρίσεων. Επίσης υπάρχει ο φόβος, ακριβώς λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, να στραφεί η έρευνα πάλι προς την μικρές ερευνητικές ομάδες και να σταματήσει η πολυ-επιστημονική προσέγγιση, που είναι τόσο απαραίτητη στην εποχή μας.
Ο συγγραφέας αναφέρει ακόμη ότι πρόσφατα μια ομάδα επιστημόνων του Διεθνούς Συμβουλίου για την Έρευνα ανάλυσε τις υπάρχουσε τάσεις και κατέληξε σε 4 πιθανά σενάρια με βάση κυρίως δύο παραμέτρους: την τάση για συμμετοχή των κονωνικών εταίρων στις αποφάσεις και την τάση για "εθνικές" ή αντίθετα "οικουμενικές" πολιτικές στην έρευνα.
Το πιό ελπιδόφόρο- κατά τον συγγραφέα- σενάριο περιλαμβάνει περισσότερη συμμετοχή της κοινωνίας και οικουμενική συνεργασία στην έρευνα. 
Το δεύτερο σενάριο -οικουμενική συνεργασία, αλλά μικρή συμμετοχή της κοινωνίας-είναι περίπου ότι έχουμε τώρα, κάτι που δεν είναι δυνατό να είναι βιώσιμο για καιρό (περισσότερες συσκευές και εφαρμογές "πολυτελείας" που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να αποκτήσουν).
Το τρίτο σενάριο, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή, αλλά μικρή διάθεση οικουμενικών πολιτικών, δηλαδή με περισσότερο "εθνική" διάσταση στην ερευνητική πολιτική, θα οδηγήσει, όπως η ανάλυση αναφέρει χαρακτηριστικά, σε "μικρές Δανίες", που ολοένα απομακρύονται η μία από την άλλη, με τις δικές τους προτεραιότητες και κανόνες λειτουργίας. Και βέβαια μόνο ένας μικρός αριθμός κρατών μπορεί να πετύχει θετικά αποτελέσματα με ένα τέτοιο σενάριο.
Τέλος το τέταρτο και χειρότερο σενάριο είναι η εφαρμογή "εθνικών" πολιτικών χωρίς κοινωνική συμμετοχή, που μας πηγαίνει πίσω στο μοναχικό ερευνητή με τα πενιχρά συνήθως μέσα, που δεν έχει καμιά επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα του περιβάλλοντός του. Και που βέβαια δεν ταιριάζει στη σημερινή εποχή της ταχύτατης τεχνολογικής εξέλιξης.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι θα συμβεί τελικά. Οι επιστήμονες πάντως και ιδιαίτερα οι υπέυθυνοι για την χάραξη της πολιτικής στην έρευνα πρέπει να ξυπνήσουν επιτέλους και να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι χωρίς συμμετοχή της κοινωνίας στον καθορισμό των ερευνητικών προτεραιοτήτων και χωρίς την μεγαλύτερη ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας μεταξύ πολλών επιστημονικών κλάδων σε διακρατική κλίμακα δεν μπορούμε στη σημερινή πραγματικότητα να πετύχουμε πολλά και σημαντικά πράγματα.

Εμετ Μπένετ


Ακόμη μια αναδημοσίευση, για να αποδίδουμε τιμή εκεί που πραγματικά αξίζει
(from δυτικός άνεμος 

Σε ηλικία 93 ετών πέθανε στο Μάντισον των Ηνωμένων Πολιτειών ο Εμετ Μπένετ, ο οποίος θεωρήθηκε ο πατέρας της Μυκηναϊκής επιγραφικής, αφού ο ρόλος του στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β' υπήρξε καταλυτικός. Στη μονογραφία του «Οι πινακίδες της Πύλου» (1951) ο Μπένετ δημοσίευσε τον πρώτο οριστικό κατάλογο των συμβόλων της Γραμμικής Β κι αυτό αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την ανάγνωση κάθε άγνωστης επιγραφής. Δουλεύοντας αρχικά με την Αλις Κόμπερ, η οποία θεωρούνταν ως το θάνατό της το 1950 η διασημότερη επιγραφικός, ο Μπένετ αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο του στην δεκαετία του ΄40 προκειμένου να δημιουργήσει έναν κατάλογο με 80 περίπου χαρακτήρες. Καθένας από αυτούς αντιστοιχούσε σε μία συλλαβή μιας άγνωστης ακόμη γλώσσας.
Η ανάγνωση των πινακίδων της Γραμμικής Β ήρθε ένα χρόνο αργότερα από τον νεαρό τότε _1952 _ αρχιτέκτονα Μάκλ Βέντρις (πέθανε σε δυστύχημα το 1956), αυτός όμως βασίστηκε σ΄ αυτόν τον κατάλογο που συνέθεσε ο Μπένετ. Ετσι χάρη στον Μπένετ, την Κόμπερ και τον Βέντρις η Γραμμική Β θεωρείται τώρα η πρωιμότερη αναγνώσιμη γραφή στην Ευρώπη.
Ο Εμετ Λέσλι Μπένετ ο Νεώτερος γεννήθηκε στην Μινεάπολη το 1918 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι με καθηγητή τον διαπρεπή αρχαιολόγο Κάρλ Μπλέγκεν, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει ανασκαφές στην Πύλο φέρνοντας στο φως τα ανάκτορα του Νέστορα. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου εργάσθηκε ως αποκρυπτογράφος βοηθώντας στην αποκρυπτογράφηση των ιαπωνικών μηνυμάτων. Και παρ΄ ότι δεν γνώριζε γιαπωνέζικα, όταν του έδιναν κωδικοποιημένα κείμενα, αυτό που έκανε ήταν να αναζητεί διάφορα μοτίβα μέσα σ΄αυτά ώστε να καταλήξει στην αποκωδικοποίησή τους. Ο Μπένετ δίδαξε ως καθηγητής στο Γέιλ και στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αλλά περισσότερο κοντά ήταν πάντα με το Πανεπιστήμιο του Ουινσκόνσιν όπου δίδαξε από το 1959 ως το 1988.

To exit


Σήμερα αναδημοσιεύω ένα άρθρο του Γιώργου Γραμματικάκη από το Protagon.gr.
Αυτό το κάνω , επειδή με εκφράζει απόλυτα. Άλλωστε εγώ έχω ήδη "εξέλθει".


Η μόνη μου επιθυμία είναι να εξέλθω. To exit. Να εξέλθω από αυτό που είναι σήμερα η πατρίδα, από όσα ζούμε καθημερινά και τα όσα προοιωνίζεται το μέλλον.
Να εξέλθω. To exit. Οι πολιτικοί και τα καμώματά τους μου προκαλούν αποστροφή και μόνον τις «Ειδήσεις των 8» -τι είναι άραγε είδηση;- αφορούν η εκλογολογία και οι πληκτικές δηλώσεις τους. Δεν αντέχω άλλο την διαρκή συζήτηση για τα «μέτρα» που έπονται ή την δόση που εκκρεμεί, ούτε για το πόσο κρίσιμος είναι για πολλοστή φορά ο μήνας που διανύομε. Κουράστηκα να είμαι κι εγώ μέρος της μελαγχολίας, που όλο και περισσότερο τυλίγει τα πρόσωπα και τους δρόμους. Δεν αντέχεται η βεβαιότητα: Ότι αν προχωρήσουμε έτσι, μας μέλλονται χειρότερα δεινά, η τραγωδία ενεδρεύει.
Να εξέλθω λοιπόν. Αυτό επιθυμώ. Έχω μάλιστα την υποψία ότι αυτό επιθυμούν και πολλοί άλλοι. Αυτό επιθυμούμε για τον καινούργιο χρόνο, που μετρά ήδη τα πρώτα του βήματα. Να εξέλθομε. Διότι, αντί η κρίση να φέρει στην χώρα την σοβαρότητα και την ευθύνη, έχει εκτραπεί σε μια περιδίνηση περί το μηδέν, σε μια αφόρητη φλυαρία με λίγο περιεχόμενο. Τον τόνο δίδουν πάλι οι πολιτικοί και οι πολιτικάντηδες, οι διανοούμενοι της εγωπάθειας, οι αναλυτές της δυστυχίας μας. Όπως ένα ποτάμι, που παρασύρει στην ορμητική ροή του  σκουπίδια και λάσπες και στο τέλος κυριαρχείται από αυτά.
Η μόνη λοιπόν λύση είναι: Το exit.  Δεν αντέχεται άλλο μια καθημερινότητα, που ενώ η «κρίση» εκδηλώνεται σε κάθε της γωνία, επιμένει επίσης να μιλά ασταμάτητα για την κρίση. Αρνούμαι στο εξής να ακούσω όσους επαγγέλλονται διαρκώς την «σωτηρία» μας, αλλά και ορισμένους άλλους, που οραματίζονται την ταπείνωση και την επιστροφή μας στην «δραχμή». Με εξοργίζουν εκείνοι που δήθεν υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια του τόπου - ή την εθνική κυριαρχία μας - ενώ είμαστε οι Έλληνες που τον παραδώσαμε στο μπετόν και την ασχήμια. Δεν με συγκινεί πια ο θρήνος των συνδικαλιστών και των λογής «εκπροσώπων»: την εξουσία τους υπερασπίζονται μόνον, για την δική τους βολή ενδιαφέρονται συνήθως.

Εμείς λοιπόν, όλοι οι άλλοι, είναι ανάγκη να εξέλθομε. Σε ένα σπουδαίο αλλά ελάχιστα γνωστό διήγημα του Ιουλίου Βέρν -το  «Πείραμα του δόκτορος Οξ»- οι κάτοικοι μιας ολόκληρης πόλεως περιέρχονται αργά σε μια κατάσταση ανεξήγητη. Ο παραλογισμός και η ένταση κυριαρχούν. Η κατάσταση όμως αυτή εκτονώνεται ευθύς ως κάποιοι από τους κατοίκους περιπατήσουν τυχαία προς την κορυφή ενός λόφου. Εκεί ανακαλύπτουν και πάλι τον πραγματικό εαυτό τους, τις ξεχασμένες αξίες και τα πράγματα που τους συνδέουν. Η ερμηνεία δεν αργεί: Ένας παρανοϊκός  επιστήμων, ο δόκτωρ Οξ, διοχέτευε στην πόλη και προς χάριν των πειραμάτων του ένα αέριο με καταστρεπτικές επιδράσεις στα νεύρα και την προσωπικότητα των κατοίκων. Αρκούσε ο καθαρός αέρας του λόφου, για να επανέλθουν οι τυχεροί σε ένα κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που περιόριζε την επίδραση των τοξικών αερίων.
Έξω λοιπόν, προς τον καθαρό αέρα, προς  την κορυφή του λόφου. Ας  παραμερίσομε προσωρινά το πολύπλοκο ερώτημα: Ποιός άραγε ή ποιοί είναι εκείνοι, που διοχετεύουν τα τοξικά αέρια στην Πόλη; Νά'ναι λοιπόν το «σύστημα», οι ανάξιοι πολιτικοί, η τρόικα –ή μήπως μια Ευρώπη που ξέχασε τους πρωταρχικούς λόγους της υπάρξεως της; Με αυτά τα ερωτήματα ασχολούνται ωστόσο κατά κόρον οι πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης, επίκαιρα αφιερώματα και ειδικά βιβλία, βαρύγδουποι αναλυτές και δημοσκόποι. Η ίδια η επιδημία δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει, κυρίως περιγράφουν  τα συμπτώματα της. Εμείς εδώ, που δεν ακολουθούμε αυτό το ρεύμα, ας εστιάσομε στο μόνο εθνικό αίτημα: Έξω, στον καθαρό αέρα. Εκεί που κινούνται ακόμα άνθρωποι, με τις αδυναμίες και την μεγαλοσύνη τους και όχι τα θύματα ενός παρανοϊκού δόκτορα. Εκεί, που κυριαρχεί το ερώτημα «τι μπορούμε να κάνομε;» και όχι το εξαντλημένο «ποιος φταίει». Εκεί: Δίπλα στον άνεργο, όσοι μπορούμε, κοντά στα θύματα του δόκτορα Οξ, όσοι αντέχομε.
To exit, φίλοι. Αυτό είναι το μόνο αίτημα -και όχι βέβαια οι εκλογές!- που έχει περιεχόμενο και σημασία. To exit: Από μια  Ελλάδα, που σέρνεται πάλι από τις αμαρτίες και την πολιτική της ευτέλεια, στην άλλη Ελλάδα, την παράλληλη Ελλάδα, που δεν έπαυσε να υπάρχει. Εκεί βρίσκεται πάντοτε  ο δάσκαλος, που διδάσκει σωστά τα παιδιά ή ο γιατρός, που δεν βλέπει τον πάσχοντα ως χαρτονόμισμα. Στην παράλληλη Ελλάδα ανήκουν οι άνθρωποι της Τέχνης που, συχνά ανέστιοι και πένητες, επιμένουν να δημιουργούν στο θέατρο, στη μουσική, στον κινηματογράφο. Εκεί πάλι ανήκουν όσοι κινητοποιούνται, χωρίς την αυτοπροβολή που επιδιώκουν άλλοι, για το καλό του διπλανού τους, για να διασωθεί μια ομορφιά που χάνεται, για να γίνει η σιωπηρή οργή μας φροντίδα και πράξη.
Είναι ο μόνος τρόπος: Tο exit. Από την Ελλάδα του κενού λόγου και του παροξυσμού, στην άλλη Ελλάδα, που υπάρχει δίπλα μας και μέσα μας. Ενώ όμως τα φωτεινά σήματα δείχνουν τον δρόμο, ας μην νομίσει κανείς ότι είναι εύκολος και ασφαλής. Κυρίως επειδή σε κάθε του στροφή, σε κάθε του πέρασμα, πρέπει να κοιτάζομε κατάματα τους νέους ανθρώπους και να ψιθυρίζομε ένα συγγνώμη.