Υπάρχει μια επιγραφή σε ένα μουσείο στο Σάλτσμπουργκ, όπου αναφέρεται ότι η Νάπολη, το Σάλτσμπουργκ και η Κωνσταντινούπολη θεωρούνται τα τρία ομορφότερα σημεία του πλανήτη.Πόσοι από μας θα συμφωνούσαν με αυτή τη διαπίστωση; Και πόση “αντικειμενικότητα” προσδίδει η ύπαρξη αυτής της επιγραφής;
Επηρεαζόμαστε από κάτι που ακούμε ή διαβάζουμε; Σε ποιες περιπτώσεις και πόσο πολύ άραγε; Η επιστήμη, δηλαδή μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα, λέει ότι έχουμε την τάση να επηρεαζόμαστε περισσότερο εάν τα λεγόμενα ταιριάζουν με τις ήδη διαμορφωμένες μας πεποιθήσεις, ενώ απορρίπτουμε ευκολότερα εκείνα που έρχονται σε αντίθεση με αυτές. Μάλιστα τα “θετικά” ως προς τις απόψεις μας τείνουμε να τα θυμόμαστε, ενώ η λήθη επιφυλάσσεται για όλα εκείνα που θεωρούμε “αρνητικά”.
Θεωρώ ότι αυτό το ήξεραν αυτοί που έγραψαν την επιγραφή στο Σάλτσμπουργκ. Και για να αποκαταστήσω την αλήθεια θα πρέπει εδώ να προσθέσω ότι η επιγραφή μεταφέρει την άποψη που έχει εκφράσει γραπτώς ο Alexander von Humboldt, ο οποίος εκτός από φιλόσοφος ήταν και μεγάλος εξερευνητής και είχε κάνει πάμπολλα ταξίδια, εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η γνώμη του Πρώσσου διανοητή έχει την όποια σημασία της -ας θυμηθούμε ξανά τον Νίτσε- αλλά η χρησιμοποίησή της από τους υπεύθυνους του μουσείου, εκτός από την αυτονόητη τοπικιστική περηφάνια, εξυπηρετεί και μιαν άλλη σκοπιμότητα και συγκεκριμένα έχοντας τοποθετηθεί κοντά στην είσοδο του καταστήματος ενθυμίων του μουσείου, θα μπορεί να συνομιλεί με το θυμικό των επισκεπτών και να τους οδηγεί να αγοράσουν τα απαραίτητα ενθύμια, εκείνα που θα δείχνουν σε γνωστούς και φίλους, όταν θα περιγράφουν τις εντυπώσεις τους από την επίσκεψη σε ένα από τα τρία ομορφότερα σημεία του κόσμου.
Ένα βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι η νοσταλγία για το παρελθόν, που ιδιαίτερα στα χρόνια των γηρατειών, φαντάζει ονειρεμένο και αψεγάδιαστο. Όλοι ξέρουμε ότι δεν ήταν έτσι, αλλά δεν αυτό διόλου δεν ελαττώνει τη νοσταλγία και τις μαγικές εικόνες της. Η απλή αλήθεια είναι ότι πίσω από αυτή την ωραιοποίηση του παρελθόντος βρίσκεται ακριβώς η επίγνωση της ασχήμιας του μέλλοντος και ακόμη περισσότερο εκείνης της ύστατης στιγμής του τέλους.
Αυτή μάλιστα η εξιδανίκευση των καιρών που πέρασαν δεν περιορίζεται στου καθενός μας τη ματιά, αλλά χαρακτηρίζει και την επίσημη ιστοριογραφία. Δεν υπάρχει ιστορικός από τους πρώτους του είδους μέχρι σήμερα, που να μην θεωρεί ότι πριν τα πράγματα ήταν καλύτερα, αν όχι από άποψη κοινωνική και οικονομική, αλλά σίγουρα από την άποψη των ανθρώπινων σχέσεων και των ηθών. Ακόμη και στον Ησίοδο και τον Όμηρο είναι διάχυτη η νοσταλγία των ηρωικών εποχών, που προηγήθηκαν.
Γιατί ο άνθρωπος ψάχνει να βρει παντού την ομορφιά, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει;
Διάβαζα τις προάλλες ότι μια πολύ γνωστή συγγραφέας λίγο πριν η ίδια πεθάνει έγραψε ένα βιβλίο, όπου την απασχολούν οι τελευταίες στιγμές γνωστών λογοτεχνών. Το βιβλίο φαίνεται ενδιαφέρον, αφού περιέχει και σημαντικές ανέκδοτες πληροφορίες για τους δημιουργούς αυτούς, αλλά προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο θάνατος μπορεί και να είναι ένα ωραίο πράγμα, ιδιαίτερα όταν αφορά υποκείμενα υψηλής νοημοσύνης και με καλλιτεχνικές τάσεις.
Είμαι γιατρός και έχω δει πολλούς θανάτους. κανένας δεν ήταν όμορφος! Και δεν νομίζω ότι η οποιαδήποτε καλλιτεχνική ή άλλη ψυχοσύνθεση μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Προσωπικές απόψεις θα πείτε, αλλά είναι έτσι; Ο Νίτσε βέβαια είπε ότι τα πάντα είναι προσωπικές απόψεις και ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές και απόλυτες αλήθειες. Οπότε θα μου πείτε ότι και αυτό που είπε ο Νίτσε μοιραία εμπίπτει στην ίδια αυτή αρχή.